Πάντα προκύπτουν αφορμές για να αναρωτιέται κανείς ποιες είναι οι προτεραιότητες σ’ αυτή την πόλη και ποιος αποφασίζει γι αυτές. Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση μοιάζει, σχεδόν, αυτονόητη: «Η Δημοτική Αρχή, την οποία επέλεξε ο λαός» ή έστω, μόνος του ο Δήμαρχος. Αν και η ψήφος των πολιτών δεν είναι «διαβατήριο» για όλα τα «ταξίδια». Κάποιες αποφάσεις, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για «τον κοινό βίο» στη μικρή μας πόλη, πρέπει να έρχονται ως αποτέλεσμα ευρείας διαβούλευσης και να αποτελούν τη συνισταμένη της «κοινής γνώμης» των πολιτών. Υπάρχουν σήμερα τα «εργαλεία» για κάτι τέτοιο. Δε λείπουν τα μέσα ενημέρωσης και ένα τοπικό δημοψήφισμα είναι εύκολη υπόθεση. Αρκεί να υπάρχει η δημοκρατική ευαισθησία των «αρχόντων» του Δήμου και η πολιτική βούληση γι αυτό.
Ως προς τις προτεραιότητες, ερώτημα που τίθεται με έντονο τρόπο στον τίτλο, πολλά μπορεί κανείς να πει. Οι υποδομές και η ανάπτυξη, η προστασία του περιβάλλοντος και ο πολιτισμός, είναι κεφάλαια που μπορεί να προβληματίζουν ως προς την εκτίμηση των αναγκών, των δυνατοτήτων και του βαθμού προτεραιότητας που θα έχουν.
Όταν, όμως, η κοινωνία των πολιτών βιώνει σοβαρά προβλήματα που εγγίζουν το άγχος της επιβίωσης και όταν ένα κομμάτι της ζει μέσα σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, που καθιστούν αναγκαία την εκδήλωση της κοινωνικής πρόνοιας από την πολιτεία ή την αυτοδιοίκηση, τότε ο προβληματισμός ως προς τις προτεραιότητες των επί μέρους πολιτικών μοιάζει περιττός.
Αφορμή γι αυτές τις σκέψεις υπήρξε το σχόλιο στον τοπικό τύπο, ότι ο Δήμαρχος «επέστρεψε από την Αθήνα με έτοιμη μελέτη για την αξιοποίηση των κτιρίων των παλαιών φυλακών». Τη μελέτη, αναφέρει το σχόλιο, του την έδωσε «σύμβουλος του υπουργού δικαιοσύνης». Προβλέπει, δε, η μελέτη αυτή μετατροπή του χώρου αυτού, σε «κέντρο πολιτισμού και νεολαίας»! «Γριά το μεσοχείμωνο θυμήθηκε πεπόνι», που λέει και η παροιμία.
Αυτό για το οποίο, πρώτ’ απ’ όλα, μπορεί να καυχηθεί μια πόλη, είναι η αλληλεγγύη της για τους φτωχούς και τους αστέγους της.