Χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση, που προσφέρει πολιτικός σε ψηφοφόρους με αντάλλαγμα την εύνοιά τους, την υποστήριξή τους ή πολιτικό, οικονομικό κτλ. όφελος (Μ.Τριανταφυλλίδης).
Αναμφισβήτητης τουρκικής προέλευσης και η έννοια και η πολιτική πρακτική (< rusvet, από την αραβική).
Aπό το ρουσφέτι γεννήθηκε ο ρουσφετολόγος (το 1816), η ρουσφετολογία (το 1892) και το ρουσφετολογώ (το 1895).
Ο Σουρής δεν έχασε την ευκαιρία:
“Πολλά τα έτη Δέσποτα, θέλω παπάς να γίνω
πιστεύω πως δεν έρχεσαι με χέρια αδειανά
Ας χειροτονηθώ παπάς και όσα θες σου δίνω
ως τόσο πάρε κάμποσα Δεσπότη μου λιανά
Και ο Δεσπότης τον παπά απ’ τα μαλλιά αρπάζει
και άξιος και άξιος ο κόσμος του φωνάζει”.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεγάλο μέρος του λαού μας επικρίνει το «ρουσφέτι» και την «κομπίνα» και τους εκπροσώπους τους οι οποίοι τα χρησιμοποιούν.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, τουλάχιστον το «ρουσφέτι» το ζητάει. Κατά περιστάσεις, το απαιτεί κιόλας. Ευνοεί και ψηφίζει τους πολιτικούς που το προσφέρουν και, παράλληλα, τιμωρεί και καταψηφίζει όσους το αρνούνται και δεν το τιμούν. Την ίδια ακριβώς στιγμή, δεν διστάζει να μιλά για «Καραγκιόζηδες της Πολιτικής» που μπαίνουν στη Βουλή, αλλά απλώς ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν αιτήματα των ψηφοφόρων τους. Δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Χαμογελάστε όμως λίγο διαβάζοντας μια γλαφυρή περιγραφή της λέξης:
Ρουσφέτι: Με ρίζες στην Τουρκοκρατία, χρησιμοποιείται σε σχέση με πολιτικούς ή παράγοντες της εξουσίας. Είναι η χάρη που ζητάει κάποιος από τον πολιτικό. Συνήθως πρόκειται για μια «θέση στον ήλιο», δηλαδή στο δημόσιο. Το ρουσφέτι είναι η πιο κοινή πρακτική, ο τρόπος που επιχειρούμε τα πάντα.